ἀφόβητος

ἀφόβητος
ἀφόβητος
without fear of
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αφόβητος — η, ο (Α ἀφόβητος, ον) [φοβώ ( έω)] αυτός που δεν φοβάται κάτι, ατρόμητος νεοελλ. αυτός που δεν φοβήθηκε …   Dictionary of Greek

  • ἀφοβήτως — ἀφόβητος without fear of adverbial ἀφόβητος without fear of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφόβητον — ἀφόβητος without fear of masc/fem acc sg ἀφόβητος without fear of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφοβήτου — ἀφόβητος without fear of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφοβήτῳ — ἀφόβητος without fear of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφόβητε — ἀφόβητος without fear of masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατάρβακτος — ἀτάρβακτος, ον (Α) ατρόμητος, αφόβητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ταρβώ ( έω) «φοβάμαι, τρομάζω». Ο σχηματισμός του τ. ατάρβακτος πιθ. αναλογικά προς το ατάρμυκτος *] …   Dictionary of Greek

  • αφόβιστος — η, ο [φοβίζω] ο άφόβητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”